συγκαθειργμένη

συγκαθειργμένη
συγκαθείργω
shut up with
perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συγκαθείργνυμι — και συγκαθείργω Α 1. κλείνω κάποιον κάπου μαζί με άλλους («εἰς ἔρημον οἰκίαν συγκαθειργμένη», Αισχίν.) 2. μτφ. κάνω κάποιον να παντρευτεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθείργνυμι / καθείργω «κλείνω, φυλακίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”